(πυρός Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χιδρίας — ὁ, Α φρ. «χιδρίας πυρός» χλωρό σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῖδρον «χλωρός σίτος» + κατάλ. ίας*] … Dictionary of Greek
χιδρίαν — χιδρίᾱν , χιδρίας unripe masc acc sg (attic epic doric aeolic) χιδρίας unripe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)